Παρέμβαση στην εισήγηση της κ. Μαρίνας Μπράβου – Μπιτσαξή με θέμα «Η πραγματική και προσχηματική ενδοοικογενειακή βία», στα πλαίσια του 4ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της Εταιρίας Οικογενειακού Δικαίου με θέμα «Κακή Άσκηση της Γονικής Μέριμνας και Ενδοοικογενειακή Βία»
Κατά την ανάθεση στο Διαμεσολαβητή, μιας υπόθεσης οικογενειακού δικαίου προς διαμεσολάβηση, είναι απαραίτητη η διερεύνηση εάν στη συγκεκριμένη υπόθεση προϋπάρχει άσκηση ενδοοικογενειακής βίας. Κατά το προπαρασκευαστικό επομένως στάδιο, ήτοι κατά το στάδιο που ακολουθεί την υποβολή πρότασης για διαμεσολάβηση και προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα υπογραφής συμφωνίας υπαγωγής της υπόθεσης στο Ν. 3898/2010, ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος να διερευνήσει ως αρνητική προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης τη μη ύπαρξη ενδοοικογενειακής βίας.
Εάν από τα συνοπτικά ενημερωτικά σημειώματα των μερών και τα λοιπά έγγραφα που έχουν τεθεί υπόψη του από κάθε πλευρά υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις προϋπάρχουσας ενδοοικογενειακής βίας για την οποία το ένα μέρος έχει καταφύγει στις αρχές ( όπως αστυνομία, εισαγγελία, ιατροδικαστική υπηρεσία κλπ) ο Διαμεσολαβητής έχει υποχρέωση να διακόψει την αποστολή του και να ενημερώσει τα μέρη και τους δικηγόρους τους ότι δεν επιτρέπεται στην περίπτωση αυτή να διενεργήσει διαμεσολάβηση. Εάν όμως ο ισχυρισμός για άσκηση ενδοοικογενειακής βίας είναι προσχηματικός με σκοπό το ένα μέρος να τον χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό μοχλό άσκησης πίεσης προς το άλλο μέρος κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος κατά την πρώτη προπαρασκευαστική συνάντηση με τα μέρη και αφού στοιχειωδώς οικοδομήσει μια σχέση minimum εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του, να θέσει άμεσα σε κάθε μέρος το ερώτημα εάν αισθάνεται ότι με ασφάλεια μπορεί να βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο και να καθίσει γύρω από το κοινό τραπέζι της διαμεσολάβησης για να επιλύσει τη διαφορά του.
Μετά την υποβολή του ως άνω ερωτήματος εάν και τα δύο μέρη διαβεβαιώσουν το διαμεσολαβητή ότι αισθάνονται ασφαλή κατά την συνύπαρξη τους στον κοινό χώρο σημαίνει ότι η αναφορά της βίας είναι προσχηματική. Με τον χειρισμό αυτό ο διαμεσολαβητής ήδη σε πρώιμο στάδιο βοηθά να υπάρξει διάκριση μεταξύ πραγματικής και προσχηματικής βίας, αίρει την προσχηματική βία, αποθαρρύνει τα μέρη να την χρησιμοποιήσουν ως «κόλπο» κατά τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης και τα βοηθά να μην επανέλθουν σε αυτή αλλά να συνεργαστούν δημιουργικά για την επίλυση της διαφοράς τους.