Συγγραφέας:

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ της Μαρίας–Λουίζας Ανδριακοπούλου  ΣΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ του κ. Ζαφειρίου Τσολακίδη με θέμα  « Αναλογική Εφαρμογή του άρθρου 1400ΑΚ στην ελεύθερη ένωση και εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο  πλουτισμό»

στο πλαίσιο του 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Εταιρίας Οικογενειακού Δικαίου (Λάρισα, 21-23/11/2014).

«Διαμεσολάβηση και Οικογενειακό Δίκαιο.»

Από τις πολύ ενδιαφέρουσες για το δικηγόρο της πράξης αλλά και καινοτόμες εισηγήσεις που ακούστηκαν από αυτό το βήμα διαπιστώθηκε πιστεύω για άλλη μια φορά ένα κενό της νομοθεσίας όσον αφορά στη ρύθμιση ορισμένων σχέσεων, όπως π.χ. ελευθέρων ενώσεων δύο ατόμων, τα οποία για πολλά χρόνια ζουν ως ζευγάρι, με ή χωρίς παιδιά και έχουν δημιουργήσει μεταξύ τους ένα πλέγμα σχέσεων (περιουσιακών,  ενδεχομένως επαγγελματικών ή άλλων ευρύτερων συμφερόντων) οι οποίες πρέπει να διευθετηθούν στην περίπτωση που αυτοί  οι δύο άνθρωποι αποφασίσουν ότι πλέον δεν μπορούν να συνεχίσουν τον κοινό τους βίο.

Όταν αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις, ο δικηγόρος της πράξης βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα. Ποιά λύση να προσφέρει στον πελάτη του, η οποία να είναι συμβατή με την υφιστάμενη κατάσταση και να αποδίδει τελικώς κάποια μορφή δικαιοσύνης; Πώς, σε αυτή την εποχή της οικονομικής κρίσης, να τον οδηγήσει σε έναν δικαστικό αγώνα, ο οποίος όχι μόνο θα είναι μακροχρόνιος, δαπανηρός  και ψυχικά επίπονος, αλλά θα έχει και αβέβαιο αποτέλεσμα, ενόψει του γεγονότος ότι δεν υφίστανται κανόνες δικαίου οι οποίοι να ρυθμίζουν αυτές τις «άτυπες» περιπτώσεις, για τις οποίες εξάλλου κάποιο μέρος της θεωρίας  προκρίνει ότι δεν χρήζουν ρύθμισης, αφού τα μέρη, εάν ήθελαν κάτι άλλο εκτός από την έλλειψη ρυθμίσεων και συνακόλουθα και προστασίας, θα είχαν υπαγάγει τους εαυτούς τους σε κάποια από τις μορφές κοινού βίου (π.χ. γάμος, σύμφωνο συμβίωσης) που υπαγορεύονται από το Νόμο.

Για αυτές τις περιπτώσεις, που μέχρι πριν λίγο καιρό φαίνονταν σχεδόν αδιέξοδες, ο δικηγόρος της πράξης έχει πλέον από το Νόμο την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τη διαμεσολάβηση, ένα σχετικά νέο θεσμό για την πατρίδα μας,  ο οποίος όμως είναι  στέρεα εγκαθιδρυμένος σε άλλες ευρωπαϊκές – και όχι μόνο- έννομες τάξεις.  Η διαμεσολάβηση, η οποία καλύπτει όλες τις διαφορές ενδοτικού δικαίου και  η οποία μπορεί να προσφέρει τη λύση με τη μορφή ενός εκτελεστού τίτλου που έχει ίση δύναμη με μια δικαστική απόφαση. Με την διαδικασία αυτή, τα μέρη μπορούν να ρυθμίσουν, ή τουλάχιστον να αποπειραθούν να ρυθμίσουν, τις διαφορές τους με συναινετικό τρόπο, προσερχόμενα οικειοθελώς με τους νομικούς παραστάτες τους και υποβοηθούμενα στην εύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης από έναν ουδέτερο τρίτο, τον διαμεσολαβητή.

Η διαμεσολάβηση καλύπτει μια ευρύτατη κλίμακα υποθέσεων, όλο το φάσμα του οικογενειακού  ενδοτικού δικαίου, ακόμα και αυτές που ο νομοθέτης έχει αφήσει αρρύθμιστες, ,ή που η ρύθμισή τους από το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο θα οδηγούσε σε κατάφωρες αδικίες, και αποτελεί μια μέθοδο επιστημονικά εγνωσμένου κύρους, με συγκεκριμένους κανόνες και με στατιστικά μετρήσιμα αποτελέσματα, η οποία, αν και έχει στοιχεία τεχνικών διαπραγμάτευσης ή συμβουλευτικής ψυχολογίας δεν είναι ούτε διαπραγμάτευση, ούτε ψυχοθεραπεία, ούτε συμβουλευτική γάμου, ούτε βέβαια μια απλή διεκπεραίωση διαπροσωπικών σχέσεων. Τα οφέλη της διαμεσολάβησης είναι πολλαπλά τόσο αντικειμενικά όσο και συναισθηματικά, αφού τα μέρη έχουν την δυνατότητα να εκφραστούν ελεύθερα και να μπορέσουν μέσω αυτού να αισθανθούν δικαίωση  και, αφού κλείσουν ένα κεφάλαιο της ζωής τους,  να προχωρήσουν μπροστά.  Το κύρος της διαμεσολάβησης φαίνεται και από τη μακροβιότητα και την αντοχή της στο χρόνο. Δεν είναι δυνατόν να έχει επιζήσει επί σαράντα έτη ενάς θεσμός ο οποίος βασίζεται μόνο στην αφέλεια.

Ως φοιτητές και νομικοί διδασκόμαστε από τους καθηγητές μας και με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω τους καθηγητές κ. κ. Γεωργιάδη και Σταθόπουλο για τις υπέροχες παραδόσεις τους, που ήταν για μένα διαυγείς και δροσερές σαν φρέσκο αεράκι και μου δημιούργησαν τη μεγάλη αγάπη που ακόμα και μέχρι σήμερα έχω για το αστικό δίκαιο.

Ως δικηγόροι διδασκόμαστε επιπλέον από τους δικαστές, δηλαδή τη νομολογία, και τους πελάτες μας και εγώ προσωπικά έμαθα από τους δικαστικούς αγώνες ότι ορισμένες αγωγές (όπως κατά κύριο λόγο η συμμετοχή στα αποκτήματα) όσο καλά θεμελιωμένες και να είναι σπάνια ευδοκιμούν στην περίπτωση των εγγάμων ζευγαριών, ακόμα σπανιότερα δε, έως καθόλου,  στη περίπτωση που ενός ζευγαριού χωρίς γάμο. Επίσης οι πελάτες μου τονίζουν με κάθε τρόπο ότι είναι όλο και λιγότερο διατεθημένοι να χρηματοδοτούν μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες, ειδικά όταν αυτοί έχουν λίγες πιθανότητες επιτυχίας.

Οι εισηγήσεις που ακούστηκαν αποτελούν πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις των νομοθετικών θεμάτων που εθίγισαν και που πολύ συχνά προβληματίζουν τον δικηγόρο της πράξης. Εμένα μου θυμίζουν όμως πανέμορφα εξωτικά πουλιά, που δεν μπορούν να πετάξουν ελεύθερα γιατί συνεχώς προσκρούουν στο γιάλινο ταβάνι των δικαστικών αποφάσεων.

Για τους λόγους αυτούς επιθυμώ να σας παροτρύνω όλους ολόψυχα και ειδικά τους δικηγόρους της πράξης, να καταφύγετε στη διαμεσολάβηση όταν χρειαστεί να αντιμετωπίσετε κάποια τέτοια θέματα και, που ξέρετε, μπορεί τα αποτελέσματα να σας εκπλήξουν.

Η πιο πάνω παρέμβαση έχει δημοσιευθεί στα Πρακτικά του 2ου  

Πανελληνίου Συνεδρίου της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου με τίτλο «Ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων μετά το διαζύγιο», Νομική Βιβλιοθήκη, 2015.