ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Tο βασικό πεδίο ενδιαφέροντος των ψυχολόγων είναι η Οικογενειακή Διαμεσολάβηση.
Εντοπίζεται κυρίως στην δυνατότητα των ψυχολόγων να προτείνουν την Οικογενειακή Διαμεσολάβηση ως μέθοδο εξωδικαστικής επίλυσης των κάθε είδους διαφορών που συνδέονται με το διαζύγιο, τόσο των προσωπικών όσο και των περιουσιακών και βεβαίως των διαφορών που αφορούν τα παιδιά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας ψυχολόγος που συμβουλεύει, παρέχει υποστήριξη ή κάνει θεραπεία σε ζευγάρια που έχουν αποφασίσει να χωρίσουν ή έχουν ήδη χωρίσει, προσανατολίζει προς την, κατά το δυνατόν, ανώδυνη, από ψυχολογικής απόψεως, διευθέτηση των διαφορών τους. Επίσης, σε περίπτωση που υπάρχουν παιδιά, η προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στην δική τους προστασία, επιβάλλει τρόπους επίλυσης πιο φιλικούς, συνεργατικούς, μακριά από οξύτητες και δικαστικές αντιδικίες.
Η Οικογενειακή Διαμεσολάβηση είναι η φυσική προέκταση της οικογενειακής συμβουλευτικής ή και θεραπείας, όταν αυτή καταλήγει σε απόφαση για την διάσπαση της οικογενειακής ζωής, οπότε ανακύπτει η ανάγκη επίλυσης όλων των ζητημάτων που συνδέονται με την διάσπαση αυτή. Μέχρι την νομοθετική καθιέρωση της διαμεσολάβησης με το Ν. 3898/2010, η προσφυγή στο δικαστήριο ήταν η μόνη επιλογή. Τώρα όμως, η δυνατότητα της διαμεσολάβησης δίνει νέα προοπτική προς την κατεύθυνση της ειρηνικής επίλυσης των οικογενειακών διαφορών, σε περιβάλλον ιδιωτικό, με απόλυτη εμπιστευτικότητα, προστασία της ψυχικής ισορροπίας των μερών και των παιδιών τους, σε σύντομο χρόνο και με πολύ μικρότερο κόστος. Με αυτή την έννοια, αποτελεί εργαλείο για τους ψυχολόγους, αφού, προτείνοντας οι ίδιοι την επίλυση των οικογενειακών διαφορών με διαμεσολάβηση, περιορίζουν σημαντικά – αν όχι αποτρέπουν – τον κίνδυνο ανατροπής των ευεργετικών αποτελεσμάτων της δικής τους συμβουλευτικής – ψυχοθεραπείας σε ζευγάρια, γονείς και παιδιά. Η πρόταση για την Διαμεσολάβηση διευκολύνεται από το γεγονός ότι οι οικογενειακές διαφορές είναι μεταξύ αυτών, για τις οποίες ο νομοθέτης (Ν. 4512/2018) προέβλεψε ότι, πριν την προσφυγή στα δικαστήρια, τα μέρη πρέπει να επιχειρήσουν την επίλυση της διαφοράς τους με την Διαμεσολάβηση.
Οι ψυχολόγοι μπορούν να προτείνουν την Διαμεσολάβηση:
- Σε παντρεμένα ζευγάρια, ή ζευγάρια που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης, με ή χωρίς παιδιά, που αποφασίζουν να χωρίσουν ή έχουν ήδη διακόψει την συμβίωσή τους.
- Ζευγάρια, ομόφυλα ή ετερόφυλα, που συμβιώνουν χωρίς γάμο, αλλά σε ελεύθερη ένωση, με ή χωρίς παιδιά και διακόπτουν την σχέση τους
- Γονείς παιδιού/ών χωρίς γάμο ούτε συμβίωση.
- Τέλος η Διαμεσολάβηση είναι ιδανική για την επίλυση των διαφορών ανάμεσα σε συζύγους ή συντρόφους – γονείς που χωρίζουν και έχουν διαφορετική εθνικότητα ή κατοικούν σε διαφορετικές χώρες. Πρόκειται για τις λεγόμενες διασυνοριακές οικογενειακές διαφορές, στις οποίες περιλαμβάνεται και η παράνομη μετακίνηση ή (και) κατακράτηση του/των παιδιών από τον ένα γονέα, με ταυτόχρονη στέρηση της επαφής του με τον άλλο γονέα. Στις περιπτώσεις αυτές, στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες της μιας, δικαστικές δικαιοδοσίες, που είναι περίπλοκες, χρονοβόρες, εξαιρετικά δαπανηρές και συνήθως αναποτελεσματικές, η διαμεσολάβηση δίνει την ευκαιρία στους γονείς να βρουν σύντομα και άμεσα την λύση σε θέματα όπως η επιστροφή του παιδιού, ο καθορισμός της συνήθους διαμονής του, η επιμέλεια, η επικοινωνία και η διατροφή του.
Επιπλέον οι ψυχολόγοι μπορούν, εφόσον συμφωνούν τα μέρη της διαφοράς, να παρίστανται, στην ίδια την διαδικασία της διαμεσολάβησης, για την παροχή συμβουλών ή και υποστήριξης στους πελάτες τους και να αμείβονται για την υπηρεσία αυτή. Εννοείται ότι, από την έναρξη έως και την λήξη της διαδικασίας της διαμεσολάβησης είναι δυνατή η επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ Διαμεσολαβητή και Ψυχολόγου, ανεξάρτητα από την φυσική παρουσία του τελευταίου στην διαμεσολάβηση, με την προϋπόθεση της συναίνεσης των μερών γι’ αυτήν την συνεργασία.
Τέλος, κατά την διάρκεια της διαδικασίας της Οικογενειακής Διαμεσολάβησης, ανακύπτει συχνά η ανάγκη παροχής ψυχολογικής υποστήριξης και συμβουλευτικής προς τα μέρη (κυρίως ως προς την στάση και συμπεριφορά τους σε σχέση με τα παιδιά). Στις περιπτώσεις αυτές, ο διαμεσολαβητής προτείνει στα μέρη την συνεργασία τους με ψυχολόγο, με σκοπό την πρόοδο της διαδικασίας και την επιτυχή κατάληξή της με την επίτευξη συμφωνίας των μερών.