Σημαντικός ο προβληματισμός, τον τελευταίο καιρό, για τη νεοεισαχθείσα με τον Νόμο 4640/19, Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ) Διαμεσολάβησης και την χρησιμότητα αυτής. Aν δηλαδή αποτελεί ένα θεσμό που θα οδηγήσει σταδιακά στις επιθυμητές λύσεις που δεν είναι τίποτ’ άλλο από την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, ή αν πρόκειται για μία περιττή και άσκοπη επιβάρυνση του πολίτη, κατά την πορεία του προς τις δικαστικές αίθουσες, όπως άλλωστε ήταν και εκείνη του άρθρου 214 ΚΠολΔ που ομολογουμένως κατέστη γράμμα κενό.
Η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία εισάγεται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 6 του νόμου 4640/2019 και ορίζεται ως:
“…η συνεδρία μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών η οποία λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά στις περιπτώσεις των ιδιωτικών διαφορών που προβλέπονται στην παρ .1 του άρθρου 6 του παρόντος πριν τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο. Κατά τη διάρκεια της ΥΑΣ ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και για τις βασικές αρχές που τη διέπουν καθώς και για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς τους με βάση τις ιδιαιτερότητες της και τη φύση αυτής.”
Kυρίως ενημερωτικός είναι λοιπόν ο σκοπός της αρχικής συνεδρίας, η δε λεγόμενη «υποχρεωτικότητά» της εξαντλείται στην διαδικασία της ίδιας της ενημέρωσης και μόνον, αφήνοντας αναλλοίωτο τον οικειοθελή χαρακτήρα της προσέλευσης στη Διαμεσολάβηση.
Ενημερωτική η αρχική συνεδρία, παρόλ’ συτά θα μπορούσε να παίξει ένα ρόλο βαθιά ουσιαστικό. Και τούτο διότι, λίγο πριν την είσοδο σ’ έναν δικαστικό αγώνα, με αμφίβολα αποτελέσματα και με μόνα δεδομένα τον χρόνο, το κόστος και την αγωνία της έκδοσης μίας απόφασης, έρχεται η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία να δώσει στους πολίτες τη δυνατότητα να πληροφορηθούν για την ύπαρξη ενός νέου θεσμού, αυτού της διαμεσολάβησης. Με άλλα λόγια, να ακούσουν από το στόμα ενός ειδικά εκπαιδευμένου, ως προς τη διαδικασία, επαγγελματία, ότι υπάρχει και άλλος δρόμος για την επίλυση των διαφορών τους πέραν της δικαστικής οδού, μία γνώση στην οποία, διαφορετικά, δύσκολα θα αποκτούσαν πρόσβαση. Την γνώση ότι υπάρχει πλέον η δυνατότητα να καθίσουν σ’ ένα τραπέζι, να συζητήσουν πολιτισμένα και να βρουν οι ίδιοι την λύση που ταιριάζει στο πρόβλημά τους, χωρίς αυτή να τους επιβληθεί από έναν τρίτο δικαστή, χωρίς να δαπανήσουν το κόστος και τον χρόνο που επιβάλει η δικαστική οδός και έτσι να μπορέσουν να αφήσουν πίσω τους, μέσα σε μία συνήθως μέρα, την διαμάχη που έχει ανακύψει, προχωρώντας τη ζωή τους απαλλαγμένοι από το φορτίο του ακροατηρίου και των ψυχοφθόρων δικαστικών αγώνων.
Δίνεται έτσι η ευκαιρία να «μπολιαστεί» η κοινωνία με μία νέα κουλτούρα, αυτή της Διαμεσολάβησης, στην οποία έχεις την δυνατότητα να αποφασίζεις εσύ για τον εαυτό σου τη λύση που αρμόζει στο πρόβλημά σου και που μόνο εσύ γνωρίζεις, αν μπορείς να την υποστηρίξεις, χωρίς να εναποθέτεις την ευθύνη αυτή σε τρίτους που ούτε το πρόβλημά σου τους αφορά, ούτε με τη λύση που θα σου επιβάλλουν, θα ζήσουν οι ίδιοι.
Θα επιλέξουν άραγε οι πολίτες την διαμεσολάβηση; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ενδεχομένως δεν είναι το κύριο ζητούμενο της ΥΑΣ, γιατί δεν είναι όλες οι υποθέσεις πρόσφορες για διαμεσολάβηση, αλλ’ ούτε και όλα τα μέρη έτοιμα να δεχθούν την οδό αυτή.
Η «προίκα» όμως της διαδικασίας της ΥΑΣ θα είναι η ευκαιρία να μάθουν ότι υπάρχει και άλλος τρόπος. ΄Ισως τον επιλέξουν στο μέλλον, ίσως αργότερα, ενώ εκκρεμεί η διαδικασία της δικαστικής οδού, ίσως όχι σε αυτή τη περίπτωση, αλλά σε κάποια άλλη μελλοντικά, ίσως όχι οι ίδιοι, αλλά κάποιος άλλος στο περιβάλλον τους. Πάντως, με το άνοιγμα της διαδικασίας στην αρμοδιότητα του Μονομελούς και εν συνεχεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όλο και περισσότεροι πολίτες θα έρθουν κοντά σε αυτή την γνώση, σε αυτή τη δυνατότητα. Και αυτό είναι το ζητούμενο. Η γνώση. Εφόσον υπάρχει η γνώση, υπάρχει και η δυνατότητα επιλογής.
Μία ώρα ενημέρωσης λοιπόν θα μπορούσε να σώσει πολλά χρόνια δικαστικής διαμάχης, χρόνια χαμένα στις δικαστικές αίθουσες με το άγχος, την αγωνία και τα έξοδα που όλο αυτό συνεπάγεται. Μέχρι ενδεχομένως να φθάσουμε σ’ ένα σημείο που όλοι θα γνωρίζουν για τη νέα αυτή δυνατότητα, που θα την επιλέγουν ή έστω θα την απορρίπτουν, όμως συνειδητά, με κριτήριο το κατά πόσο αρμόζει στη περίπτωσή τους και που δεν θα χρειάζεται κανείς να τους ενημερώσει πλέον γι’ αυτό που ήδη γνωρίζουν και εφόσον τους ταιριάζει το επιλέγουν.