Οι ενδο-εταιρικές διαφορές μεταξύ μετόχων ή μεταξύ μετόχων και εταιρίας μπορούν να παρομοιαστούν ως διαφορές μεταξύ συγγενών ή και μελών μιας οικογένειας.
Η προσκηνιακή εμφάνιση του προσωπικού εγωϊσμού προκαλεί τα μέρη να υιοθετούν μια άκαμπτη στάση – όλα ή τίποτα- ως προς την επίλυση των διαφορών τους.
Παρατηρείται, λοιπόν, ότι τέτοιες διαφορές, πολλές από τις οποίες προκύπτουν από την κακή επικοινωνία ή την διαστρεβλωμένη ερμηνεία των εταιρικών κανόνων, να απαιτούν μακροχρόνιες διακαστικές διαμάχες καθώς επίσης και υψηλό κόστος εξόδων μέχρι το πέρας της επίλυσής τους.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ενδο-εταιρικών διαφορών που μπορούν να διευθετηθούν με Διαμεσολάβηση είναι:
– η μεταβολή της εταιρικής επωνυμίας και
– η εκούσια λύση της εταιρίας
Σύνηθες φαινόμενο αποτελούν οι εντάσεις κατά τη διάρκεια των Γενικών Συνελεύσεων των μετόχων ιδιαίτερα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι εντάσεις είναι σφοδρότερες όταν υπάρχουν δύο ομάδες μετόχων που συναγωνίζονται για τον έλεγχο του Διοικητικού Συμβουλίου ή της Διαχείρισης της εταιρείας. Η ομάδα των μετόχων που έχει την πλειοψηφία στο Διοικητικό Συμβούλιο (και θέλει να διατηρήσει την εξουσία της στην εταιρία) συχνά καταφεύγει σε πράξεις ή παραλείψεις στα όρια της νομιμότητας, όπως να αποκρύπτει πληροφορίες ή κατ’ επανάληψη να αναβάλει τη διεξαγωγή της Γενικής Συνέλευσης, ώστε να αποτρέψει τους «αντίπαλους» μετόχους να αναλάβουν δράση.
Η Διαμεσολάβηση αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο άμβλυνσης τέτοιων διαφορών, ώστε οι μέτοχοι να πεισθούν ότι «για το γενικότερο καλό της εταιρείας» είναι αναγκαίο να συμφωνήσουν σε μια ρύθμιση που θα αντιμετωπίζει τις εκατέρωθεν αιτιάσεις.
Στη περίπτωση μεταβολής της εταιρικής επωνυμίας, η διαφορά πηγάζει συνήθως από το δικαίωμα χρήσης της κάθε πλευράς επί του ονόματος της επιχείρησης. Το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό κυρίως στις οικογενειακές επιχειρήσεις των οποίων η επωνυμία έχει αποκτήσει κάποιο βαθμό αναγνωρισιμότητας και τα μέλη της οικογένειας –μέτοχοι έχουν δημιουργήσεις δικές τους εταιρείες και θέλουν να οικειοποιηθούν την επωνυμία για την δική τους αποκλειστικά χρήση.
Η Διαμεσολάβηση αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο άμβλυνσης τέτοιων διαφορών, και σε αυτή την περίπτωση, οδηγώντας τα μέρη να πεισθούν είτε να παραχωρήσουν σε κάποιους μετόχους τη χρήση της διαφιλονικούμενης επωνυμίας, είτε να προστεθούν επιπλέον λέξεις που θα διαφοροποιήσουν ένα ήδη καταχωρημένο όνομα.
Στην περίπτωση της εκούσιας λύσης της εταιρίας, ένα καίριο θέμα τριβής των μετόχων είναι ο διακανονισμός των απαιτήσεων των πιστωτών που θέλουν να ικανοποιηθούν πριν συμφωνήσουν στη διάλυση της εταιρείας. Εναλλακτικά, ποιες θα ήταν οι καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας. Δεδομένο θα πρέπει να θεωρηθεί, ότι οι πιστωτές δεν θα παρουσιαστούν άκαμπτοι και αδιάλλακτοι απένατι σε μια εταιρία που έχουν δανείσει χρήματα και έχουν πωλήσει προϊόντα ή υπηρεσίες, ενώ τόσο καλόπιστα όσο και αιφνιδίως αποφασιστεί να κλείσει για κάποιον ή κάποιους λόγους. Από την άλλη πλευρά, η δημιουργία καχυποψίας είναι έκδηλη σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη όταν μια εταιρία προχωρήσει προς εκούσια διάλυση, ιδιαίτερα όταν η επιχείρηση λειτουργεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή δεν δημιούργησε ποτέ υποψίες που να υποδεικνύουν ότι αιμορραγεί υπόκωφα.
Η Διαμεσολάβηση αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο άμβλυνσης τέτοιων διαφορών, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όπου οι διαμεσολαβητές μπορούν με τις τεχνικές τους να διευκολύνουν διαπραγματευτικά τους πιστωτές να είναι εύλογοι στα αιτήματά τους για την επιτάχυνση της διάλυσης μιας προβληματικής εταιρείας. Εξάλλου, ποιά αξία έχει η απαίτηση ενός μεγάλου μεριδίου των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, τα οποία ενδεχόμενα θα είναι διαθέσιμα μετά από μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, όταν ένα μικρό ποσοστό μπορεί να είναι διαθέσιμο αμέσως για τους πιστωτές μέσω τη διαμεσολάβησης;