Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

Η Διαμεσολάβηση αποτελεί διαρθρωμένη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, στην οποία συμμετέχουν οικειοθελώς δύο ή περισσότερα μέρη, προκειμένου να διερευνήσουν την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς τους  με συμφωνία, με την βοήθεια ενός τρίτου, ουδέτερου προσώπου, δηλαδή του Διαμεσολαβητή.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της  διαμεσολάβησης είναι:

  • Εκούσια.
    Τα μέρη προσέρχονται και παραμένουν στη διαμεσολάβηση με τη θέλησή τους.
  • Αμερόληπτη.
    Ο διαμεσολαβητής είναι ουδέτερος τρίτος και  δεν συνδέεται με τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης  πλευράς.
  • Εμπιστευτική.
    Ο διαμεσολαβητής, τα μέρη,  οι νομικοί τους παραστάτες (δικηγόροι) και όσοι άλλοι συμμετέχουν στη διαδικασία δεν δικαιούνται να αποκαλύψουν σε τρίτους το περιεχόμενο της διαδικασίας και το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης.

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

– Νόμος 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»

– Νόμος 4512/2018 (άρθρα 178 – 206) «Ρυθμίσεις σχετικές με τον θεσμό της διαμεσολάβησης»

ΥΠΑΓΩΓΗ

Στην Διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν διαφορές ιδιωτικού δικαίου,  στις οποίες τα μέρη έχουν εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου τους.

 Με έγγραφη συμφωνία.

Σε οποιαδήποτε χρονική φάση μιας διένεξης, δηλαδή πριν την έναρξη ή κατά την διάρκεια της δικαστικής   διαδικασίας και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής. Μάλιστα στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Ν. 4335/2015) έχουν συμπεριληφθεί δύο νέες διατάξεις και συγκεκριμένα εκείνες των άρθρων 116Α και 214Γ, οι οποίες καθιερώνουν την υποχρέωση του δικαστηρίου να ενθαρρύνει και να προτείνει στους διαδίκους την προσφυγή στην διαμεσολάβηση, ακόμα και μετά την έναρξη της δίκης.

Η υπαγωγή μιας διαφοράς στη Διαμεσολάβηση είναι εκούσια. Σε ορισμένες περιπτώσεις προβλέπεται ειδικά από τον νόμο 4512/2018 (άρθρο 182) ότι πριν από την συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο θα πρέπει τα μέρη να προσπαθήσουν να λύσουν την διαφορά τους με την διαμεσολάβηση.

Σε χώρο ιδιωτικό και ουδέτερο ως προς τα μέρη. Η «ΔΙΑΛΟΓΟΣ» διαθέτει ειδικά διαμορφωμένο  χώρο και φιλοξενεί διαμεσολαβήσεις που διεξάγονται από τα μέλη της, αλλά και από τρίτους διαμεσολαβητές.

Ο Διαμεσολαβητής, τα μέρη και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών. Δεν αποκλείεται να συμμετέχουν, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε υπόθεσης, άλλοι σύμβουλοι των μερών, όπως λογιστές ή ψυχολόγοι.

Η τήρηση της εμπιστευτικότητας και του απορρήτου των πληροφοριών, κατά την διαδικασία, αποτελεί βασική προϋπόθεση, για την οποία μάλιστα αναλαμβάνεται έγγραφη δέσμευση απ’ όλους τους συμμετέχοντες, όπως και για το απόρρητο του περιεχομένου της τελικής συμφωνίας.

Είναι πολύ σύντομη διαδικασία. Δεν υπάρχει καθορισμένη ελάχιστη διάρκεια και συνήθως ολοκληρώνεται σε μία ημέρα ή ακόμα και σε μερικές ώρες.

Η αμοιβή του Διαμεσολαβητή ορίζεται ελεύθερα με γραπτή συμφωνία. Εάν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία, η ελάχιστη αμοιβή ορίζεται εκ του νόμου σε 170 Ευρώ πλέον ΦΠΑ για απασχόληση έως 2 ωρών και σε 100 Ευρώ πλέον ΦΠΑ για κάθε επιπλέον ώρα. Η αμοιβή αυτή κατανέμεται ισομερώς μεταξύ των μερών της διαφοράς, όπως και το κόστος χρήσης του χώρου στον οποίο διεξάγεται η διαμεσολάβηση.

Η Διαμεσολάβηση αναστέλλει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία ασκήσεως των  αξιώσεων, όπως επίσης και τις δικονομικές προθεσμίες, καθ΄ όλη την διάρκεια της διαδικασίας της διαμεσολάβησης

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ

  • Λειτουργεί ουδέτερα και αμερόληπτα
  • Ελέγχει την διαδικασία και την τήρηση των κανόνων της
  • Διευκολύνει την επικοινωνία των μερών και την ανταλλαγή των προτάσεών τους
  • Βοηθά στις διαπραγματεύσεις μέσα στα όρια της εμπιστευτικότητας και της άδειας για μετάδοση πληροφοριών που του παρέχουν οι συμμετέχοντες
  • Δεν αποφασίζει ούτε επιβάλλει λύσεις, αλλά βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία επίλυσης της διαφοράς τους

ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

Η διαδικασία ξεκινά με παρουσίαση – επεξήγηση από τον Διαμεσολαβητή της ακολουθητέας διαδικασίας, των επιμέρους σταδίων, των βασικών αρχών και κανόνων της διαδικασίας, ενώ ακολουθεί συνοπτική παρουσίαση των βασικών θέσεων των εμπλεκομένων μερών.

Αυτή περιλαμβάνει τις κοινές και κατ’ ιδίαν συναντήσεις των συμμετεχόντων με τον Διαμεσολαβητή, με σκοπό την διερεύνηση των θέσεων, των συμφερόντων και των αναγκών των μερών. Ακολουθεί η εξέταση περισσότερων εναλλακτικών λύσεων και η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων.

Σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, αυτή αποτυπώνεται σε ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο συντάσσεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των μερών, ενσωματώνεται στο Πρακτικό Διαμεσολάβησης και υπογράφεται από τα μέρη, τους δικηγόρους και τον Διαμεσολαβητή. Σε αντίθετη περίπτωση συντάσσεται από τον Διαμεσολαβητή πρακτικό αποτυχίας της Διαμεσολάβησης.

Αυτή εναπόκειται στους συμβαλλομένους. Εφόσον ένας από αυτούς το επιθυμεί, το Πρακτικό Διαμεσολάβησης κατατίθεται στην γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου που είναι κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς, η οποία επιλύθηκε με διαμεσολάβηση. Με την κατάθεση αυτή, το Πρακτικό Διαμεσολάβησης αποκτά ισχύ εκτελεστού τίτλου. Κατά την κατάθεση προβλέπεται παράβολο ποσού 50 Ευρώ.

 Σε τι διαφέρει η δικαστική μεσολάβηση του άρθρου 214Β ΚΠολΔ από την διαμεσολάβηση;

 

  • Διεξάγεται σε χώρο του Δικαστηρίου ή σε γραφείο δικαστή και σε χρόνο που ορίζει ο δικαστής.
  • Ο Μεσολαβητής είναι Δικαστής (όχι κατ΄ ανάγκην ειδικά εκπαιδευμένος), διορισμένος από τον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου ή Εφετείου. Συνεπώς δεν επιλέγεται από τα μέρη.

Το πρακτικό δικαστικής μεσολάβησης έχει την ίδια ισχύ εκτελεστού τίτλου με εκείνην του Πρακτικού Διαμεσολάβησης.