Συγγραφέας:

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ της Ελισάβετ Τσέλιου ΣΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ της κ. Ελένης Ζερβογιάννη, με θέμα:

«Η παροχή πληροφοριών για τα αποκτήματα των συζύγων»

στο πλαίσιο του 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Εταιρίας Οικογενειακού Δικαίου (Λάρισα, 21-23/11/2014).

«Πώς και γιατί η οικογενειακή διαμεσολάβηση διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των συζύγων για τα περιουσιακά τους στοιχεία και κατ΄ αποτέλεσμα οδηγεί σε σύντομη, κοινά αποδεκτή και οριστική διευθέτηση των σχετικών διαφορών τους».

Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διεξάγεται με απόλυτη εμπιστευτικότητα, σε χώρο ιδιωτικό, μακριά από την δημοσιότητα του ακροατηρίου, όπου, με την βοήθεια του διαμεσολαβητή δημιουργείται κλίμα συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, στο οποίο τα μέρη (οι εν διαστάσει ή τέως σύζυγοι στην προκειμένη περίπτωση), αισθάνονται ασφαλή να «ανοιχθούν» και να δώσουν πληροφορίες για τα οικονομικά  – περιουσιακά τους στοιχεία, χωρίς να φοβούνται ότι οι πληροφορίες αυτές θα γνωστοποιηθούν σε οποιονδήποτε άλλον που δεν συμμετέχει στην διαδικασία αυτή ή ότι θα δημοσιοποιηθούν στην αίθουσα ενός δικαστηρίου. Καταρχήν, κατά την υπογραφή της συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς στην διαμεσολάβηση, όλοι όσοι θα συμμετέχουν σε αυτήν (ενδιαφερόμενα μέρη, δικηγόροι τους, τυχόν άλλοι σύμβουλοι, π.χ. λογιστές και φυσικά ο διαμεσολαβητής) αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τηρήσουν το απόρρητο των πληροφοριών που θα ανταλλαγούν ή θα προκύψουν κατά την εξέλιξη της διαμεσολάβησης και γενικά όσων διαμειφθούν σε όλη την διάρκεια της διαδικασίας. Περαιτέρω, ο διαμεσολαβητής γνωστοποιεί στα μέρη, κατά την έναρξη της διαδικασίας, την εκ μέρους του τήρηση της αρχής της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που λαμβάνει από το ένα μέρος κατά την διάρκεια των κατ΄ ιδίαν συναντήσεων μαζί του, τις οποίες δεν επιτρέπεται να μεταφέρει στο άλλο μέρος, παρά μόνο αν του δοθεί ρητά η συγκατάθεση του  από το μέρος που τις αποκάλυψε (άρθρο 4 του Κώδικα Δεοντολογίας διαπιστευμένων διαμεσολαβητών, που θεσπίστηκε με την υπ΄ αριθ.  109088 οικ./2011 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ΦΕΚ Β’ 2824/14-12-2011 ).

Στο πλαίσιο αυτό, τα μέρη αισθάνονται ασφάλεια και, με την καθοδήγηση του διαμεσολαβητή, ενθαρρύνονται στην παροχή αναλυτικών και ειλικρινών πληροφοριών για τα αποκτήματα, την αξία τους, την συμβολή τους σε αυτά και εν γένει για τα οικονομικά και περιουσιακά τους στοιχεία, ώστε να ακολουθήσει μια αποτελεσματική διαπραγμάτευση, με βάση όλα τα πραγματικά δεδομένα και σε συνθήκες διαφάνειας, συζήτηση περισσότερων εναλλακτικών λύσεων και εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης. Ακόμα δε και πληροφορίες που έχουν δοθεί ως απόρρητες στον διαμεσολαβητή, ο τελευταίος μπορεί, με τις τεχνικές και δεξιότητές του, να τις αξιοποιήσει για την πρόοδο της διαπραγμάτευσης, χωρίς να τις αποκαλύψει.

Αντίθετα, στο πλαίσιο μιας αντιδικίας, όπου υπάρχει κλίμα αντιπαλότητας, ένταση και βέβαια ο φόβος της δημοσιότητας και της έκθεσης των οικονομικών στοιχείων στην αίθουσα ενός δικαστηρίου, οι διάδικοι, λόγω αυτής της ψυχολογικής τους κατάστασης, όχι απλά δεν αποκαλύπτουν πληροφορίες, αλλά τείνουν να αποκρύψουν όσα περισσότερα μπορούν σχετικά με τα οικονομικά – περιουσιακά τους στοιχεία.

Κάτι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό: Η έννοια των «πληροφοριών» για τα αποκτήματα, στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης, αποκτά ευρύτερη διάσταση, με την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει μόνο πληροφορίες οικονομικού – λογιστικού χαρακτήρα, αλλά και πληροφορίες που έχουν σχέση με την συναισθηματική αξία των αποκτημάτων και εν γένει περιουσιακών στοιχείων για καθέναν από τους συζύγους, η οποία συναισθηματική αξία δεν εξετάζεται αυτή καθαυτή στο πλαίσιο μιας δίκης ή έστω, μόνο παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο της εκτίμησης της ηθικής ή, ευρύτερα, μη οικονομικής συμβολής του συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου. Αντίθετα οι πληροφορίες που συλλέγει ο διαμεσολαβητής από τα μέρη, σχετικά με την συναισθηματική αξία των αποκτημάτων κι γενικά των περιουσιακών στοιχείων,  στο πλαίσιο της σε βάθος διερεύνησης όλων των πτυχών της διαφοράς, μπορεί να αποβούν πολύτιμες για την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης.  Διότι η συναισθηματική αξία που έχει για κάποιον από τους συζύγους ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, μπορεί να μην έχει την ίδια βαρύτητα για τον άλλο σύζυγο και αντίστροφα, οπότε είναι πολύ πιθανό, η όλη διευθέτηση  να γίνει με βάση αυτό το κριτήριο.

Η πιο πάνω παρέμβαση έχει δημοσιευθεί στα Πρακτικά του 2ου  

Πανελληνίου Συνεδρίου της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου με τίτλο «Ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων μετά το διαζύγιο», Νομική Βιβλιοθήκη, 2015.